ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χολιεσία (ουσ. θηλ.) χολιεσία [xoʎeˈsia] Φάρασ. Από το ρ. χολιάζω, όπου και τύπ. χολιέζομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -σία.
Θυμός, οργή : Χεμέν χίτ'σε ασ' τη χολιεσίαν του σα ρνίθα̈ πάνου (Αμέσως όρμησε από το θυμό του πάνω στις κότες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.