χολιεσία
(ουσ. θηλ.)
χολιεσία
[xoʎeˈsia]
Φάρασ.
Από το ρ. χολιάζω, όπου και τύπ. χολιέζομαι, και το παραγωγ. επίθμ. -σία.
Θυμός, οργή
:
Χεμέν χίτ'σε ασ' τη χολιεσίαν του σα ρνίθα̈ πάνου
(Αμέσως όρμησε από το θυμό του πάνω στις κότες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.