ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοντσά (ουσ. ουδ.) χοντσά [xonˈtsa] Γούρδ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ. χοντσ̑ά [xonˈtʃa] Αξ., Αραβ., Δίλ., Καρατζάβ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. χοντζ̑ά [xonˈdʒa] Ανακ., Αξ., Δίλ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. Πληθ. χοντζέ [xonˈdze] Σινασσ. χοντσ̑άγια [xonˈtʃaʝa] Αξ., Ουλαγ., Φερτάκ. χοντσ̑άια [xonˈtʃaia] Μισθ. Μεσν. ουσ. χοτζᾶς = τρίποδη βάση, Πεδιάσ. 644 «ἔστι δὲ τρίπους κρατὴρ μέγας, τρεῖς πόδας ἔχων, ὁ νῦν βαρβάρως λεγόμενος χοτζᾶ", από το περσ. xunça = μικρό τραπέζι. Για την σημ. πβ. τουρκ. διαλεκτ. honça =σανίδα για ζύμωμα πάνω στην οποία τρώνε (THADS, λ. honça IV).
1. Είδος στρογγυλού και χαμηλού τραπεζιού ό.π.τ. : Σωροβιότουν χόρουντα, χ̇έκισ̑καν ντου χοντσ̑ά, κάν’ταν ούλα ντάμα, σ’ ένα σαχ̇ίν ούλα ντάμα τρώισ̑καν (μαζευόταν η οικογένεια, έστρωναν το τραπέζι, κάθονταν όλοι μαζί, σ’ ένα πιάτο όλοι μαζί έτρωγαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Στρώνιξαμ 'ντου χοντσ̑ά να φάμ’ (στρώναμε το τραπέζι για να φάμε) Μισθ. -Κοτσαν. Σερdούν κιλίμια κι απάνω σέκνου ντε χοντσά, πολλά χοντσάγια (Στρώνουν κιλίμια, κι απάνω βάζουν το τραπεζάκι, πολλά τραπεζάκια) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. σοφράς
2. Συνεκδ. το τραπέζωμα, η παράθεση γεύματος Ανακ., Δίλ., Καρατζάβ., Ποτάμ., Σινασσ. : Να σι ποίκω ένα χοντσ̑ά, να σι γεdιρντίσω αγούσ̑’ (Να σου κάνω το τραπέζι, να σε ταΐσω πρωτόγαλα) Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234 Έθεκαμ' χοντζά, εφάγαμ' (Βάλαμε τραπέζι, φάγαμε) Σινασσ. -Λεύκωμα Τρώμ' απ' ένα οβγό, πριν σηκωθή το χοντζ̑ά (Τρώμε από ένα αβγό πριν μαζευτεί το πασχαλινό τραπέζι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Του Παναγιάς χοντζά (της Παναγίας το τραπέζι˙ το τραπέζι που παρατίθεται την ημέρα της γέννησης ενός παιδιού όπου παρευρίσκονταν όσοι βοήθησαν στον τοκετό, καθώς και οι συγγενείς, οι οποίοι έφερναν και τα φαγητά) Ανακ. -Κωστ.Α. Πβ. λοχοζώμι
β. Ειδικότ., έθιμο προσφοράς ξηράς τροφής εις μνήμην των νεκρών Αξ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ. : Χοντσάϊα, όταν έχεις χαμένου σου σπίτ', ντέν ντα πήασαν σου μορμόρ' απάν' όχι, σου σπίτ' ερόδαν ούλα ντα χουσούμια (Προσφορές, όταν έχεις πεθαμένο στο σπίτι, δεν τα πήγαιναν στον τάφο απάνω, όχι, στο σπίτι έρχονταν όλοι οι συγγενείς ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσι΄άμα ντέν είχαν χαμένα, σου 'κονοστάσιο ομbρό χέκιξαν ένα χοντσ̑ά- χοντσ̑ά ξέρεις ντα χαμηλά- εκείνου χέκιξαν ντιάφορα νηστίσιμα φαγιά να φάν ντα χαμένα (Και άμα δεν είχαν δικό τους πεθαμένο, έβαζαν μπροστά στο εικονοστάσιο ένα χοντσά, ξέρεις εκείνα τα χαμηλά, εκεί έβαζαν διάφορα νηστίσιμα φαγιά να φάνε οι πεθαμένοι ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να πάμ' σο χοντζ̑ά τ', λέισ̑καμ' (Να πάμε στο τραπέζι του, λέγαμε ) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887