ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορά (ουσ. θηλ.) χορά [xoˈra] χοράδ' [xoˈrað] Δίλ. Κατά τον Αρχέλαο, από το αρχ. ουσ. χροιά. Πιθ. σχετίζεται με τα ουσ. χώρι, χωρίδι < ἰχώρ.
Χροιά του προσώπου ό.π.τ. : || Φρ. Kόπηνε η χορά τ' (Η χροιά του κόπηκε˙ Χλώμιασε, κιτρίνισε) Σινασσ. -Αρχέλ. Κοπόταν το χοράδ’ τ’ (Κοβόταν η χροιά του˙ το ίδιο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Πβ. χωρίδι