χολομανίζω
(ρ.)
χαλομανίζω
[xolomaˈnizo]
Σινασσ.
χαλομανώ
[xalomaˈno]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. χολομανίζω = θυμώνω, όπου και μεσν. τύπ. χολομανῶ.
Αγανακτώ
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025