χολιατούρντημα
(ουσ. ουδ.)
χολιατούρντημα
[xoʎaˈturdima]
Μισθ.
χολιατούρτημα
[xoʎaˈturtima]
Μισθ.
Από το ρ. χολιατουρντίζου, όπου και αμάρτ. τύπ. χολιατουρντώ, και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Eξαγρίωση, εξόργιση
Μισθ.
:
Ντου χολιατούρντημα σ' νταρά συ τι απάν' νι;
(Η εξόργισή σου τώρα πάνω σε τι είναι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.