ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χολιατούρντημα (ουσ. ουδ.) χολιατούρντημα [xoʎaˈturdima] Μισθ. χολιατούρτημα [xoʎaˈturtima] Μισθ. Από το ρ. χολιατουρντίζου, όπου και αμάρτ. τύπ. χολιατουρντώ, και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Eξαγρίωση, εξόργιση Μισθ. : Ντου χολιατούρντημα σ' νταρά συ τι απάν' νι; (Η εξόργισή σου τώρα πάνω σε τι είναι;) Μισθ. -Κοτσαν.