ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοκού (ουσ. ουδ.) χοκού [xoˈku] Αραβαν., Ουλαγ. κοκουσού [koku'su] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. koku = μυρωδιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. hoku (THADS, λ. hoku I). Ο τύπ. κoκουσού από τον τουρκ. κτητ. τύπ. kokusu = η μυρωδιά του.
Μυρωδιά ό.π.τ. : Κανειςγιoύ χοκού (Μυρωδιά ανθρώπου) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. μυρωδιά