χοκού
(ουσ. ουδ.)
χοκού
[xoˈku]
Αραβαν., Ουλαγ.
κοκουσού
[koku'su]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. koku = μυρωδιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. hoku (THADS, λ. hoku I). Ο τύπ. κoκουσού από τον τουρκ. κτητ. τύπ. kokusu = η μυρωδιά του.