χολιακός
(επίθ.)
χολιακό
[xoʎaˈko]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. χολιακός =ευερέθιστος, το οπ. από το ουσ. χολή και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.