χονουρντίζω
(ρ.)
χονουρντίζω
[xonurˈdizo]
Φάρασ.
Από το ουσ. χονουρτούς και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω, με ηχηροπ. του [t] > [d] και τροπή του [m] > [n] ή από τον αόρ. homurdandı του τουρκ. ρ. homurdanmak με ανομοιωτική απλολογία του τεμαχίου -da-.
Μουγκρίζω
Φάρασ.