ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χονουρντίζω (ρ.) χονουρντίζω [xonurˈdizo] Φάρασ. Από το ουσ. χονουρτούς και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω, με ηχηροπ. του [t] > [d] και τροπή του [m] > [n] ή από τον αόρ. homurdandı του τουρκ. ρ. homurdanmak με ανομοιωτική απλολογία του τεμαχίου -da-.
Μουγκρίζω Φάρασ.