χορεύω
(ρ.)
χορεύω
[xoˈrevo]
Ανακ., Γούρδ.
χορεύου
[xoˈrevu]
Μισθ.
χορεύγου
[xoˈrevɣu]
Σίλ.
χορέσ̑γου
[xoˈreʃɣu]
Σίλ.
Παρατατ.
χόρευα
[ˈxoreva]
Ανακ.
χόριβα
[ˈxoriva]
Μισθ.
Παρατατ.
χόρευα
[ˈxoreva]
Ανακ.
χορεύκα
[xoˈrefka]
Φάρασ.
Αόρ. Υποτ.
χορέψου
[xoˈrepsu]
Μισθ.
Αρχ. ρ. χορεύω.
Χορεύω
ό.π.τ.
:
Τσ̑αλντούσ̑ι, χορεύγουσ̑ι, τραγρούσ̑ι, φτσ̑άνουσ̑ι μιά χοσ̑άσσα παρέα
(χτυπούσαν τα ντέφια, χορεύουν, τραγουδούν, κάνουν μιά ωραία γιορτή)
Σίλ.
-Dawk.
Σο ντιγκ χόρευαν διαβόλ’
(στους γκρεμούς χόρευαν οι διάβολοι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να πάου σου χόρους να χορέψου
(θα πάω στον χορό να χορέψω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τραγουδάνκανε, χορεύκαν 'ς ως τα ’πιτόβραδα
(τραγούδαγαν, χόρευαν ως αργά το βράδυ)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χόριβαν ένα άλλου χόρους
(χόρευαν ένα άλλο χορό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑άλτσαν τα τσ̑αλγίδα̈, έπαιξαν τζ̑αι χόρεψαν λιέγο
(Έπαιξαν τα όργανα, χόρεψαν αντικριστά και κυκλικά για λίγο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σο ντιγκ χόρευαν διαβόλ’, άμα έκραζεν το κικινιός νιγότανdε δίσπαρτα
(Στο ντιγκ χόρευαν οι διάβολοι, άμα λαλούσε ο πετεινός γίνονταν άφαντοι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
παίζω :2, χοπλαντώ, σουρουντίζω