χορόζ
(ουσ. ουδ.)
χορόζ
[xoˈroz]
Αξ.
χοράζ
[xoˈraz]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. horoz = πετεινός, όπου και διαλεκτ. τύπ. horaz.