ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορός (ουσ. αρσ.) χορός [xoˈros] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. χόρος [ˈxoros] Γούρδ., Φλογ. χόρους [ˈxorus] Μισθ. χόρας [ˈxoras] Ουλαγ. Πληθ. χορόσγια [xoˈrοzʝa] Φλογ. χόρουια [ˈxoruia] Μισθ. Αρχ. ουσ. χορός. Για τον τύπ. χόρας πβ. τουρκ. hora ‘είδος λαϊκού χορού’, ως δάνειο από το αρχ. χορός (Meyer 1893: 61).
1. Χορός ό.π.τ. : Έβγου ’ς το χορό, χάνεις το χορός (βγες από τον χορό, χαλάς τον χορό) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Σηκούσανdε, πασλατίνκαν το χορό (Σηκώνονταν, αρχίζαν τον χορό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νίγεται γάμος, τσ̑αλινdίζ̑’νε τσ̑αλγίγια, ντέφια, τα κορίτσ̑α παίζ̑’νε χορός (γίνεται ο γάμος, παίζουν όργανα, ντέφια, τα κορίτσια στήνουν χορό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χόριβαν ένα άλλου χόρους (χόρευαν ένα άλλο χορό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πιάνισ̑καν ένα χορός (Έπιαναν ένα χορό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ξέριξις ντα χόρουϊα (Ήξερες τους χορούς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ε, άλλο σώνουν τα πολίτικα τα χορούς! (Ε πια, φτάνουν οι πολίτικοι χοροί!) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Άι-Σάββας ντου χόρους (Ο χορός του Αγίου Σάββα˙ Ο χορός που χόρευαν την Πρωτοχρονιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίζω χόρος (παίζω χορό˙ χορεύω. Πβ. τουρκ.<em>oynamak</em> = παίζω, χορεύω.) Γούρδ. -Καράμπ. || Παροιμ. Το στέκ’ ασ' το χορό όξω, τραγώγια πολλά ξεύρει (όποιος στέκεται έξω από τον χορό, τραγούδια πολλά ξέρει˙ για όσους κατακρίνουν μιά κατάσταση στην οποία δεν εμπλέκονται και για την οποία δεν γνωρίζουν τις δυσκολίες της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Πήδησεν, καβαλίκεψε, κάτω δρόμον παγαίνει. Πήγεν, εύρε την αδελφήν στον χορό πιασμένη. (Πήδησε, ίππευσε, πηγαίνει στον κάτω δρόμο. Πήγε, βρήκε την αδελφή να έχει πιάσει τον χορό) Καππ. -Lag.
2. Ειδικότ., είδος γυναικείου χορού Φλογ.
3. Συνεκδ., γιορτή, εορταστική εκδήλωση Ανακ., Μισθ. : Όπου ήτονε σ̑ήρα, σα χορούς δεν πααίνισ̑κεν (όποια ήταν χήρα στους χορούς δεν πήγαινε) Ανακ. -Cost. Να πάου σου χόρους να χορέψου (θα πάω στον χορό να χορέψω) Μισθ. -Κοτσαν.