χορταριώνας ( ουσ. αρσ.
)
χορταριώνας
[xortaˈrʝonas]
Μισθ., Ποτάμ.
χορταρώνα
[xortaˈrona]
Φάρασ.
...
χορταροζουμί
(ουσ. ουδ.)
χορταρουζωμί
[xortaruzoˈmi]
Φάρασ.
Από τα ουσ. χορτάρι και ζουμί, όπου και τύπ. ζωμί (θ. χορταρ- , συνδ. φων. -ο-> -ου- και ζωμί).
Ζωμός από χορταρικά
Φάρασ.