ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χόρταση (ουσ. θηλ.) χόρτασ̑’ [ˈxortaʃ] Αξ. Από το μεσν. ουσ. χόρτασις, πβ. Ἐτ. Γουδ. Γ 299 «γαστριμαργία μὲν γάρ ἐστιν ἡ τῆς γαστρὸς χόρτασις», το οπ. από το αορ. θ. χορτα- του ρ. χορταίνω με παραγωγ. επίθμ. -σις > -ση.
Χόρταση, κορεσμός Αξ. : Χόρτασ̑’ ντεν έχ̑’ (δεν έχει κορεσμό, δεν χορταίνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.