χορταριά
(ουσ. θηλ.)
χορταριά
[xortaˈrʝa]
Αξ., Φλογ.
χορνταριά
[xordaˈrʝa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. χορταρέα ως τοπων., πβ. Άνν. Κομν. 10.2.6.10 «ἐκεῖνος δὲ τὴν Χορταρέαν καταλαβὼν (κλεισούρα δὲ <αὕτη> τοῦ Ζυγοῦ οὑτωσί πως ὀνομαζομένη)». Ο τύπ. χορνταριά με ηχηροπ. [t] > [d].
Σωρός σιτηρών ή χόρτων
ό.π.τ.
:
Ξέρωναν τα χορτάρια, κάναν τα χορταριά
(Ξέραιναν τα χορτάρια, τα αποθήκευαν σε σωρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τα πολλά βοκόνια φκάισ̑καμ' τα χορταριά
(Τις πολλές θημωνιές της κάναμε μεγάλο σωρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Καρχ̇ινιού χορταριά
(Θημωνιά από καρχίνια˙ Σωρός από πήλινα δοχεία, τοποθετημένα στο ταντούρι για ψήσιμο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
βοκόνι, γιγίνι, σαχράς