χορταροσαχράς
(ουσ. αρσ.)
χορταρουσ̑αχράς
[xortaruʃaˈxras]
Φάρασ.
Από τα ουσ. χορτάρι και σ̑αχράς = θημωνιά (θ. χορταρ- , συνδ. φων. -ο-> -ου-και σ̑αχράς).
Θημωνιά χόρτων
Φάρασ.