χορταριάρης
(επίθ.)
χορταριάρ’
[xortaˈrʝar]
Αξ.
Από το ουσ. χορτάρι με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιάρ’.
Χορταριασμένος
Αξ.
:
Χορταριάρ’ νdόπος
(χορταριασμένος τόπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.