χορταρόκκο
(ουσ. ουδ.)
χορταρόκκο
[xortaˈrok:o]
Φάρασ.
Από το ουσ. χορτάρι με παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Χορταράκι
Φάρασ.
:
Παίρκεν ντο γαϊριδόκκο, πααίνκε να σωρέψει χορταρόκκα
(παίρνει το γαϊδουράκι, πηγαίνει να μαζέψει χορταράκια)
Φάρασ.
-Dawk.