ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορταρόκκο (ουσ. ουδ.) χορταρόκκο [xortaˈrok:o] Φάρασ. Από το ουσ. χορτάρι με παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Χορταράκι Φάρασ. : Παίρκεν ντο γαϊριδόκκο, πααίνκε να σωρέψει χορταρόκκα (παίρνει το γαϊδουράκι, πηγαίνει να μαζέψει χορταράκια) Φάρασ. -Dawk.