χοσά
(επίρρ.)
χοσ̑ά
[xoˈʃa]
Σίλ.
Από το επίθ. χόσ̑ι με παραγωγ. επίθμ. -α.
Ωραία, με ωραίο τρόπο
Σίλ.
:
Ποίκα ένα γάμου, οπ’ του κόσμου του γάμου, ’ένηκι χασ̑ά
(έκαναν ένα γάμο, από το γάμο (ενν. όλου) του κόσμου, έγινε ωραία (δηλ. ήταν ο καλύτερος))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.