χουβά
(ουσ. ουδ.)
χουβά
[xuˈva]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. hopa = αγριοπερίστερο (THADS 7, hopa II).
Είδος πουλιού σαν σπουργίτι, αλλά ελαφρώς μεγαλύτερο
Μισθ.