χουκουμέτι
(ουσ. ουδ.)
χουκουμέτι
[xukuˈmeti]
Φάρασ.
χουκουμα̈́τι
[xukuˈmæti]
Φάρασ.
χοκουμέτι
[xokuˈmeti]
Φάρασ.
χοκ͑ουμέτ͑ι
[xokhuˈmetʰi]
Φάρασ.
χοκιμάτι
[xociˈmati]
Φάρασ.
χοκ͑μα̈́τ͑ι
[xokhˈmathi]
Αφσάρ.
χοκ͑μα̈́τ͑’
[xokhˈmatʰ]
Αφσάρ.
χӧκιουμέτσ̑ι
[xøcuˈmetʃi]
Σίλ.
χöκαμάτσ'
[xøkaˈmats]
Σίλ.
Από το τουρκ. hükûmet = κυβέρνηση, διοίκηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. hükumat και hükmat.
2. Δικαστήριο
:
Κει τ' χουριό ηύρι χӧκιουμέτσ̑ι, μιά καλή ζουλειά
(Εκεί στο χωριό βρήκε (ένα) δικαστήριο, μία καλή δουλειά)
Σίλ.
-Dawk.
3. Aστυνομία
Σίλ.
:
Παιρινόσκαμε άρεια οπ’ χöκαμάτσ’
(Παίρναμε άδεια από την αστυνομία)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5