ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουκουμέτι (ουσ. ουδ.) χουκουμέτι [xukuˈmeti] Φάρασ. χουκουμα̈́τι [xukuˈmæti] Φάρασ. χοκουμέτι [xokuˈmeti] Φάρασ. χοκ͑ουμέτ͑ι [xokhuˈmetʰi] Φάρασ. χοκιμάτι [xociˈmati] Φάρασ. χοκ͑μα̈́τ͑ι [xokhˈmathi] Αφσάρ. χοκ͑μα̈́τ͑’ [xokhˈmatʰ] Αφσάρ. χӧκιουμέτσ̑ι [xøcuˈmetʃi] Σίλ. χöκαμάτσ' [xøkaˈmats] Σίλ. Από το τουρκ. hükûmet = κυβέρνηση, διοίκηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. hükumat και hükmat.
1. Κράτος, κυβέρνηση ό.π.τ. : Σο μέγον το Μοχαρεμπέ ρωτάνκεν τα το χουκομέτι ατόνα μην είχαμε πόμπες (στον μεγάλο τον πόλεμο τους ρωτούσε η κυβέρνηση μην είχαμε μπόμπες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φοβούμεστε στο χοκιμάτι (φοβόμασταν την κυβέρνηση) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ντοβλέτι, τουβέλι
2. Δικαστήριο : Κει τ' χουριό ηύρι χӧκιουμέτσ̑ι, μιά καλή ζουλειά (Εκεί στο χωριό βρήκε (ένα) δικαστήριο, μία καλή δουλειά) Σίλ. -Dawk.
3. Aστυνομία Σίλ. : Παιρινόσκαμε άρεια οπ’ χöκαμάτσ’ (Παίρναμε άδεια από την αστυνομία) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5