χουλιαροθήκη
(ουσ. θηλ.)
χουλιαρ'θήκα
[xuʎarˈθika]
Σίλατ.
χουλιαρ’τήκα
[xuʎaˈrtika]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
χουλιερ'τήκα
[xuʎeˈrtika]
Ανακ., Τζαλ.
χουλιατρήκα
[xuʎaˈtrika]
Φερτάκ.
χουλετρήκα
[xuleˈtrika]
Αραβαν.
χουλεστρίκα
[xuleˈstrika]
Γούρδ.
χουλιαθήκα
[xuʎaˈθika]
Ανακ.
χουλιαρίστα
[xuʎaˈrista]
Μισθ.
Από τα ουσ. χουλιάρι, όπου και τύπ. χουλιέρ’ και χουλέρ', και θήκη, με κλειστοποίηση του [θ] > [t] και αποβολή του συνδετικού φων. [o] / [u]. Ο τύπ. χουλετρήκα με μετάθ. των [r] και [t].
Θήκη κουταλιών
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Μάρτης δε σέμηκα, κλωστρά κλωστρά δε σ̑ό’σα, τ͑υρπιά παρωτίσ̑α δε γιόμωσα, χουλιάρια χουλιαρ’τήκες δεν έκαψα
(Εγώ ο Μάρτης δεν μπήκα, γύρω γύρω δεν χιόνισα, τρύπες και γωνιές δεν γέμισα, κουτάλια κουταλοθήκες δεν έκαψα˙ για τη δριμύτητα του Μαρτίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Μάρτης μαρτυρήτσει, χουλιάρια χουλιαρ'τήκα καυτηρίτσει
(Ο Μάρτης θα μαρτυρήσει, κουτάλια κουταλοθήκες θα κάψει˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812