ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουμά (ουσ. ουδ.) χουμά [xuˈma] Ανακ., Τροχ. Από το τουρκ. humma = πυρετός, ελονοσία.
Τύφος ό.π.τ. : Λεκελί χουμά (Εξανθηματικός τύφος. Πβ. τουρκ. lekeli humma =τυφοειδής πυρετός.) Ανακ. -Κωστ.Α. Μπεϊούν χουμασί (Εγκεφαλικός τύφος. Πβ. τουρκ. beyin humması ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αστεναριά, αστένειος