αστένειος
(ουσ. ουδ.)
αστένειος
[aˈsteɲos]
Αραβαν., Τελμ.
αστένειο
[aˈsteɲo]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀστένειος, η (πβ. Xρον. Mορ. H 7216 «ἔπεσεν εἰς ζάλην φοβερήν, σ’ ἀστένειον βαρυτάτην»), το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀσθένεια με μεταπλ. του γένους αναλογ. προς το ουσ. νόσος.
1. Ασθένεια, αρρώστια
Αραβαν., Τελμ.
:
|| Φρ.
Αξενίτσα και γαριπιά έχει βαρύν αστένειος
(Τα ξένα και η ξενιτιά έχουν βαριά ασθένεια˙ ο ξενιτεμός είναι δύσκολο πράγμα)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
αστεναριά, αστεναρλάντισμα, αστένημα, χασταλίχι