ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστένειος (ουσ. ουδ.) αστένειος [aˈsteɲos] Αραβαν., Τελμ. αστένειο [aˈsteɲo] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ἀστένειος, η (πβ. Xρον. Mορ. H 7216 «ἔπεσεν εἰς ζάλην φοβερήν, σ’ ἀστένειον βαρυτάτην»), το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀσθένεια με μεταπλ. του γένους αναλογ. προς το ουσ. νόσος.
1. Ασθένεια, αρρώστια Αραβαν., Τελμ. : || Φρ. Αξενίτσα και γαριπιά έχει βαρύν αστένειος (Τα ξένα και η ξενιτιά έχουν βαριά ασθένεια˙ ο ξενιτεμός είναι δύσκολο πράγμα) Τελμ. -Lag. Συνών. αστεναριά, αστεναρλάντισμα, αστένημα, χασταλίχι
2. Ειδικότ., τύφος Σινασσ. Συνών. αστεναριά, χουμά