ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστεναρλάντισμα (ουσ. ουδ.) αστεναρλάνdι̂σμα [astenarˈlandɯzma] Αραβαν. αστιναρλάνdημα [astinarˈlandima] Ουλαγ. Από το αορ. θ. του ρ. αστεναρλαντίζω, όπου και τύπ. αστεναρλανdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αρρώστια ό.π.τ. : Ισύ σανdάς κι ντο αστιναρλάνdημα γκολάι 'ναι (Εσύ νομίζεις πως η αρρώστια εύκολο (πράγμα) είναι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αστεναριά, αστένειος, αστένημα, χασταλίχι