αστεναρλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
αστεναρλάνdι̂σμα
[astenarˈlandɯzma]
Αραβαν.
αστιναρλάνdημα
[astinarˈlandima]
Ουλαγ.
Από το αορ. θ. του ρ. αστεναρλαντίζω, όπου και τύπ. αστεναρλανdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αρρώστια
ό.π.τ.
:
Ισύ σανdάς κι ντο αστιναρλάνdημα γκολάι 'ναι
(Εσύ νομίζεις πως η αρρώστια εύκολο (πράγμα) είναι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αστεναριά :1, αστένειος, αστένημα, χασταλίχι, Αντίθ
καλολάντημα, καλοσύνεμα :2