ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστενώ (ρ.) 'στενώ [steˈno] Μισθ., Τελμ. στένω [ˈsteno] Μισθ. Αόρ. 'στένησα [ˈstenisa] Μισθ. Αρχ. ρ. ἀσθενῶ = είμαι ασθενικός. Ο τύπ. αστενώ = αρρωσταίνω μεσν.
Αρρωσταίνω ό.π.τ. : Αν 'στενέσ'νι, χέκουμ' σα πράματα Γιορντανιού λερό (Αν αρρωστήσουν, ρίχνουμε στα ζώα νερό του Ιορδάνη, δηλ. αγιασμό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Εστένησ' Ακρίτσης σ' (Αρρώστησε ο Ακρίτης σου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να δου κατακωλήσ'νι, γιαΐ 'στένησι (Θα τον διώξουν, γιατί αρρώστησε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'στένησι, ξέβαλι ένα ντιάρτ' (Αρρώστησε, εκδήλωσε μιά αρρώστεια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'στενούμ' ιμείς, χαbάρ' ντεν έχ'νι εκείνα (Αρρωσταίνουμε εμείς, χαμπάρι δεν παίρνουν εκείνοι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'τουν στένειναμ' τί σ̑άνοιξαμ'; Γιατρό μπιλά ντεν ειχαμ' (Όταν αρρωσταίναμε, τι κάναμε; Γιατρό ακόμα δεν είχαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.