αστσής
(ουσ. αρσ.)
αστσής
[asˈtsis]
Σίλ., Φάρασ.
ασ̑τσ̑ής
[aʃˈtʃis]
Αραβαν., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
ατσ̑ή
[aˈtʃi]
Ουλαγ.
αχτσ̑ής
[axˈtʃis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. aşçı = μάγειρας. Ο τύπ. αχτσ̑ής από τον παράλληλο τουρκ. τύπ. ahçı.
Μάγειρας
ό.π.τ.
:
Εκού ντο σαάτ' ντο πατισάχ' τρώισ̑κε ψωμί· έdεκεν ντα ντο ατσ̑ή τ', «Ιτσ̑ά ντέσ' τα ντο πατισάχ' ας ντα φάει»· γκαι ντο ατσ̑ή έdεκεν ντα ντο πατισάχ'
(Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς έτρωγε· τα έδωσε στον μάγειρά του, «Aυτά δώσ'τα στον βασιλιά να τα φάει». Και ο μάγειρας τα έδωσε στον βασιλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ιτό βασιλέγας τ' άλλ' ντου μέρα τσ̑ıγι̂ρντά του αχτσ̑ή τ', λέ' να του φέρ' κρασ̑ί· ιτό αχτσ̑ής βρίκ' του ενάλλου πουτήρ'
(Αυτός ο βασιλιάς την άλλη μέρα φωνάζει τον μάγειρά του, του λέει να του φέρει κρασί· ο μάγειρας του (το) φέρνει σε ένα άλλο ποτήρι)
Μαλακ.
-Dawk.