ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστσής (ουσ. αρσ.) αστσής [asˈtsis] Σίλ., Φάρασ. ασ̑τσ̑ής [aʃˈtʃis] Αραβαν., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. ατσ̑ή [aˈtʃi] Ουλαγ. αχτσ̑ής [axˈtʃis] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. aşçı = μάγειρας. Ο τύπ. αχτσ̑ής από τον παράλληλο τουρκ. τύπ. ahçı.
Μάγειρας ό.π.τ. : Εκού ντο σαάτ' ντο πατισάχ' τρώισ̑κε ψωμί, έdεκεν ντα ντο ατσ̑ή τ'· «Ιτσ̑ά ντέσ' τα ντο πατισάχ' ας ντα φάει», γκαι ντο ατσ̑ή έdεκεν ντα ντο πατισάχ' (Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς έτρωγε, τα έδωσε στον μάγειρά του· «Aυτά δώσ' τα στον βασιλιά να τα φάει», και ο μάγειρας τα έδωσε στον βασιλιά) Ουλαγ. -Κεσ. Ιτό βασιλέγας τ' άλλ’ ντου μέρα τσ̑ıγι̂ρντά του αχτσ̑ή τ', λέ' να του φέρ' κρασ̑ί· ιτό αχτσ̑ής βρίκ' του ενάλλου πουτήρ' (Αυτός ο βασιλιάς την άλλη μέρα φωνάζει τον μάγειρά του, του λέει να του φέρει κρασί· ο μάγειρας του (το) φέρνει σε ένα άλλο ποτήρι) Μαλακ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025