ατζαμής
(ουσ. αρσ.)
αdζ̑εμής
[adʒeˈmis]
Τελμ.
ατσ̑εμής
[atʃeˈmis]
Φάρασ.
αdζ̑αμής
[adʒaˈmis]
Μαλακ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. ἀτζαμής = άπειρος, το οπ. από το τουρκ. επίθ. acemi = α) άπειρος, άμαθος β) νεοσύλλεκτος. Πβ. και νεότ. ἀτζεμής = έφηβος στρατολογημένος γενίτσαρος.