ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατζαμής (ουσ. αρσ.) αdζ̑εμής [adʒeˈmis] Τελμ. ατσ̑εμής [atʃeˈmis] Φάρασ. αdζ̑αμής [adʒaˈmis] Μαλακ., Μισθ. Από το νεότ. ουσ. ἀτζαμής = άπειρος, το οπ. από το τουρκ. επίθ. acemi = α) άπειρος, άμαθος β) νεοσύλλεκτος. Πβ. και νεότ. ἀτζεμής = έφηβος στρατολογημένος γενίτσαρος.
Πρωτάρης, άπειρος ό.π.τ. : Ακόμα αdζ̑εμίδια 'στε, και ασ' σο κόσμος 'σ' σο χιλέσ̑ι ντεν ανλαdι̂́ζετε; (Είστε ακόμα άμαθες; Και δεν ξέρετε τίποτα από την πονηριά του κόσμου;) Τελμ. -Dawk. Πβ. τζαχίλης, Συνών. άψητος :2, ωμός