ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατκί (ουσ. ουδ.) ατκι̂́ [atˈkɯ] Αξ. ατγ̇ι̂́ [atˈɣɯ] Αξ. ακτι̂́ [aˈktɯ] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. atkı = α) εσάρπα β) υφάδι γ) λουράκι παπουτσιού δ) ανώφλι ε) διαλεκτ., μεγάλη πιρούνα, δικράνι.
Γεωργικό εργαλείο, δικράνι Συνών. αναδότης, δικράνι
β. Ειδικότ., μεγάλο δικράνι με το οποίο φὀρτωναν και ξεφόρτωναν τα άχυρα από τον ειδικά διαμορφωμένο αραμπά που θα τα μετέφερε από τον χώρο συγκομιδής στον αχυρώνα : Ένας με το ατγι̂́ κούνdεινεν το άρχυο μέσα στην α’υριώνα (Ένας με το %iατκί%i έσμπρωχνε τα άχυρα μέσα στον αχυρώνα ) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555