ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατλής (ουσ. αρσ.) ατλι̂́ς [atˈlɯs] Αραβαν. ατλι̂́ζ [atˈlɯz] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. atlı = καβαλάρης. Η λ. και Θράκ. Κρήτ. Μακεδ. Πόντ.
Καβαλάρης ό.π.τ. : Άπανσι̂ ασ' το βουνί απάνω σον το άνομος κατεβαίνισκε ένα ατλι̂́ζ μ' ένα σαλντι̂ρμά σα χέρια τ'· ατλι̂́ς χαχτσ̑ήρη ντουσ̑μανιού το ασκέρ' μ' απέσω και άρχεψε σον το Χάροζ να χερισ̑' τα κιφάλια τουν (Ξαφνικά πάνω από το βουνό σαν τον άνεμο κατέβαινε ένα καβαλάρης με μιά σπάθα στα χέρια του· ο καβαλάρης μπήκε μέσα στον εχθρικό στρατό κι άρχισε σαν τον Χάρο να θερίζει τα κεφάλια τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αλογάρης, αλογάτος, βορδωνάτος :2, καβαλλάρης, καλλικευτής