ατσόνποιο
(αντων.)
ατσόνποιο
[aˈtsonpio]
Φάρασ.
ατσονποίο
[atsonˈpio]
Φάρασ.
ατσομbοίο
[atsombˈio]
Φάρασ.
ατσ̑ομbοίο
[atʃomˈbio]
Φάρασ.
Aπό το δεικτ. επίρρ. άτια, όπου και τύπ. άτσε, την αόρ. ποσοτ. αντων. όσος, και την ερωτηματ. αντων. ποίος (βλ. Καρολίδης 1885: 121).
1. Ως αντωνυμία, πόσος
:
Οι Τούρτζοι ατσονποία είναι;
(Οι Τούρκοι πόσοι είναι;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
καντάρ
2. Ως επίρρ., πόσο
:
Το κοτσ̑ί του κουβαλαίν' ατσομboίο βαρύ ένι;
(Ο σπορός που καβαλάς πόσο βαρύς είναι;)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ατσ̑ομboίο ένι το σπίτι σας;
(Πόσο μεγάλο είναι το σπίτι σας;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
τίχαλα