ατρέσα
(ουσ. θηλ.)
ατρέσα
[aˈtresa]
Φάρασ.
ατιρα̈σα̈́ς
[atiræˈsæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. adres, όπου και διαλεκτ. τύπ adresa, adires, το οπ. από το γαλλ. adresse.
Ταχυδρομική διεύθυνση
ό.π.τ.