αυγάζω
(ρ.)
αυγάζω
[aˈvɣazo]
Σινασσ.
'βγάζω
[ˈvɣazo]
Φάρασ.
'φκάζω
[ˈfκazo]
Φάρασ.
γάζω
[ˈɣazo]
Φάρασ.
Αόρ.
εύγασκεν
[ˈevɣascen]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. αὐγάζω = λάμπω, φωτίζω (για τον ήλιο). Η σημ. ‘ανατέλλω, εμφανίζομαι στον ουρανό’ μεσν. Ο τύπ. 'βγάζω με αποβ. του άτονου αρκτ. α-.