ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αυγάζω (ρ.) αυγάζω [aˈvɣazo] Σινασσ. 'βγάζω [ˈvɣazo] Φάρασ. 'φκάζω [ˈfκazo] Φάρασ. γάζω [ˈɣazo] Φάρασ. Αόρ. εύγασκεν [ˈevɣascen] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. αὐγάζω = λάμπω, φωτίζω (για τον ήλιο). Η σημ. ‘ανατέλλω, εμφανίζομαι στον ουρανό’ μεσν. Ο τύπ. 'βγάζω με αποβ. του άτονου αρκτ. α-.
1. Ανατέλλω, εμφανίζομαι στον ουρανό : 'Βγάζει ο ήλιος (Ανατέλλει ο ήλιος) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Ο φένgος εύγασκεν (Το φεγγάρι βγήκε) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Συνών. βγαίνω, γεννώ, τσαβτίζω, ψηλώνω
2. Aπρόσ., ξημερώνει, χαράζει Σινασσ., Φάρασ. Συνών. ασπρίζω, ξημερεύει :1, ξημερώνω, χαράζω :1