αυλάκι
(ουσ. ουδ.)
αυλάκι
[aˈvlaci]
Σινασσ., Τελμ.
αυλάκ'
[aˈvlak]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ.
εβλέκ
[eˈvlek]
Ανακ., Ουλαγ.
'βκάdζ̑ι
[vˈkadʒi]
Φκόσ.
'φκάdζ̑ι
[fˈkadʒi]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. αὐλάκιν υποκορ. του αρχ. ουσ. αὔλαξ = αυλάκι οργώματος. Ο τύπ. εβλέκ αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. evlek < αυλάκι. Για τους τύπ. 'φκάdζ̑ι και 'βκάdζ̑ι βλ. Ανδριώτης (1948: 22).
1. Αυλάκι, επιμήκης τεχνητή κοιλότητα στην επιφάνεια της γης, συνήθ. για την διοχέτευση νερού ή ως αποτέλεσμα του οργώματος)
ό.π.τ.
:
'δρευτίνκεν τα 'βκάdζ̑α, γασμαλατίσκεν τα, 'ρύσκεν τα
(Άρδευε τα αυλάκια, τα τσάπιζε, τα έσκαβε)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
|| Παροιμ.
Έφερε το νερό 'ς τ' αυλάκι
(Διοχέτευσε το νερό στ' αυλάκι˙ εξασφάλισε πόρους ζωής)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Αμάν, μπαγτζέ μου, κρύψε με, για κρύψε με, αυλάκι
(Αμάν, μπαχτσέ μου, κρύψε με, για κρύψε με, αυλάκι)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
αμπόλι :1, αρκ, αχιότα, κάτσι, τσιγίρι