άτσοντσείνο
(αντων.)
άτσοντσ̑είνο
[ˈatsonˈtʃino]
Αφσάρ., Φάρασ.
άτσοντσ̑είνου
[ˈatsonˈtʃinu]
Αφσάρ.
Aπό το δεικτ. επίρρ. άτια, όπου και τύπ. άτσε, την αόρ. ποσοτ. αντων. όσος, και την δεικτ. αντων. εκείνος. Το σχήμα πιθ. αναλογ. κατά το τουρκ. ο kadar = τόσο.
1. Ως αντων., τόσος
:
'γώ δώκα άτσοντσ̑είνα π͑αράδα τσ̑αι τσ̑είνους να̈ α δεκάρα πάλι τζ̑ο δώτσ̑ι μι
(Εγώ του 'δωσα τόσα παράδια και αυτός πάλι ούτε μιά δεκάρα δεν μου 'δωσε)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Συνών.
άτσοντο :1, καντάρ
2. Ως επίρρ., τόσο
:
Άτσονdου ήταν μακρά άτσοντσ̑είνο μέτρος μετράνκε
(Όσο πιο μακριά ήταν τόσο περισσότερους πόντους κέρδιζε)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ρώτ'σα τον αδεφό μου άτσοντσ̑είνου ταρός πού ήτουν
(Ρώτησα τον αδερφό μου πού ήταν τόσο πολύ καιρό)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Ατσονdού 'α φά’ το 'ρνίθι άτσοντσ̑είνο 'εννά
(Όσο θα φάει η κότα τόσο θα γεννά˙ Η απόδοση ενός οικόσιτου ζώου εξαρτάται από το πόσο καλά το ταΐζουμε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άτσοντο :3, καντάρ