ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άτσοντσείνο (αντων.) άτσοντσ̑είνο [ˈatsonˈtʃino] Αφσάρ., Φάρασ. άτσοντσ̑είνου [ˈatsonˈtʃinu] Αφσάρ. Aπό το δεικτ. επίρρ. άτια, όπου και τύπ. άτσε, την αόρ. ποσοτ. αντων. όσος, και την δεικτ. αντων. εκείνος. Το σχήμα πιθ. αναλογ. κατά το τουρκ. ο kadar = τόσο.
1. Ως αντων., τόσος : 'γώ δώκα άτσοντσ̑είνα π͑αράδα τσ̑αι τσ̑είνους να̈ α δεκάρα πάλι τζ̑ο δώτσ̑ι μι (Εγώ του 'δωσα τόσα παράδια και αυτός πάλι ούτε μιά δεκάρα δεν μου 'δωσε) Αφσάρ. -Αναστασ. Συνών. άτσοντο :1, καντάρ
2. Ως επίρρ., τόσο : Άτσονdου ήταν μακρά άτσοντσ̑είνο μέτρος μετράνκε (Όσο πιο μακριά ήταν τόσο περισσότερους πόντους κέρδιζε) Φάρασ. -Ανδρ. Ρώτ'σα τον αδεφό μου άτσοντσ̑είνου ταρός πού ήτουν (Ρώτησα τον αδερφό μου πού ήταν τόσο πολύ καιρό) Αφσάρ. -Αναστασ. || Παροιμ. Ατσονdού 'α φά’ το 'ρνίθι άτσοντσ̑είνο 'εννά (Όσο θα φάει η κότα τόσο θα γεννά˙ Η απόδοση ενός οικόσιτου ζώου εξαρτάται από το πόσο καλά το ταΐζουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άτσοντο :3, καντάρ