αυγοπουρνός
(επίθ.)
αυοπουρμός
[avopurˈmos]
Σίλ.
αοπουρμός
[aopurˈmos]
Σίλ.
αοπορμός
[aoporˈmos]
Σίλ.
Aπό το ουσ. αυγόπουρνα, όπου και τύπ. αυόπουρμα και αόπουρμα, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Πρωινός
:
Τ' αοπορμό μάσημα ζουλμονώ τα
(Το πρωινό μάθημα το ξεχνώ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
σαμπαχτανός