σαμπαχτανός
(επίθ.)
σαbαχτανού
[sabaxtaˈnu]
Μισθ.
Από το επίρρ. σαμπαχτάν και το παραγωγ. επίθμ. -ανός, κατά γεν. πτώση ανάλογα προς άλλα επίθ. δηλωτικά χρόνου.
1. Αυριανός
:
Σαμπαχτανού ντου όργου σήμερα ντεν νίσκιδι
(Η αυριανή δουλειά σήμερα δεν γίνεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Πρωινός
:
Σαbαχτανού ντ' όργου μεριάς 'νι
(Η πρωινή εργασία είναι το κάτι άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αυγοπουρνός