ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμπαχτανός (επίθ.) σαbαχτανού [sabaxtaˈnu] Μισθ. Από το επίρρ. σαμπαχτάν και το παραγωγ. επίθμ. -ανός, κατά γεν. πτώση ανάλογα προς άλλα επίθ. δηλωτικά χρόνου.
1. Αυριανός : Σαμπαχτανού ντου όργου σήμερα ντεν νίσκιδι (Η αυριανή δουλειά σήμερα δεν γίνεται) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Πρωινός : Σαbαχτανού ντ' όργου μεριάς 'νι (Η πρωινή εργασία είναι το κάτι άλλο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αυγοπουρνός