γαβάθα
(ουσ. θηλ.)
γαβάτ͑α
[ɣaˈvatʰa]
Αξ., Σίλ.
καβάτα
[kaˈvata]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. *γαβάθα (πβ. τα μεταγν. καβάθα και γάβαθον). Ο τύπ. καβάτα από τουρκ. διαλεκτ. kavata (βλ. Tietze 1955: 215).