γαβούστημα
(ουσ. ουδ.)
γαβούστημα
[ɣaˈvustima]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
γαβούστιεμα
[ɣaˈvustçema]
Φάρασ.
γαβουσ̑τι-έσιμα
[ɣavuʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. καβουστίζω, όπου και τύπ. γαβουστώ και γαβουσ̑τι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συνάντηση, αντάμωμα, και ιδ. ετήσιο εθιμικό αντάμωμα απανταχού Καππαδοκών
ό.π.τ.
:
Είχαμ' γαβούστημα 'ς Αξό
(Είχαμε συνάντηση στην Αξό)
Μισθ.
Παίρκαν τη χρεία τους τσ̑αι παγαίνκαν σο γαβούστιεμα μο τα πράδα
(Έπαιρναν τις προμήθειές τους και πήγαιναν στο αντάμωμα με τα πόδια)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Σου γαβούστημα μας σηκώη χόριψι κιοτσ̑άτσ'
(Στο ετήσιο αντάμωμά μας σηκώθηκε, χόρεψε τα κουτάλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σο χωριό μας το γαβούστημα πήις ήδουν;
(Στο αντάμωμα του χωριού μας είχες πάει;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γαβουσμάς :1, ογρατιέσιμο, Αντίθ
χωρισιά :1