γαβίνα
(ουσ. θηλ.)
γαβίνα
[ɣaˈvina]
Μισθ., Σίλ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το παλ. τουρκ. ουσ. gube = είδος σαρδέλας. Εναλλακτικά, από το τουρκ. ουσ. gobene (balığı) = είδος ψαριού, το οπ. ο Tietze (2016: λ. *gobene) ετυμολογεί από το ελλ. κοπάνι = είδος παλαμίδας.
Μικρό παστό ψάρι, μάλλον σαρδέλλα
ό.π.τ.
:
Ποίκα τενικές γαβίνες
(Έφτιαξα έναν τενεκέ παστές σαρδέλλες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Σέλει μιά γαβίνα τσ̑' ένα κρασί
(Θέλει μιά παστή σαρδέλλα κι ένα κρασί˙ ζητιανεύει· υποτιμητικά για τους Μιστιώτες)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.