γαβρούμι
(ουσ. ουδ.)
γαβρούμι
[ɣaˈvrumi]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. kavrama = α) κατανόηση, σύλληψη β) λαβή, πιάσιμο γ) ως οικοδ. όρος, συνδετική δοκός, οριζόντιο ξύλο που ενισχύει την ανθεκτικότητα κατασκευής, εγκάρσιο συνδετικό υλικό.
Καθεμία από τις στενόμακρες πέτρες που καλύπτουν το κενό ανάμεσα στα τόξα της καμάρας
ό.π.τ.