γαβρουστίζω
(ρ.)
γαβρουστίζου
[ɣavruˈstizu]
Μισθ., Τσαρικ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. kavuşturmak = ενώνω, συνενώνω και το παραγωγ. επίθμ. %i-ίζω.