ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουλατίζω (ρ.) ουλατίζω [ula'tizo] Μαλακ., Φάρασ. ουλατίζου [ulaˈtizu] Φάρασ. ουλατώ [ulaˈto] Σινασσ. ουλατιέου [ulaˈtçeu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. ulamak = α) συνδέω, συνάπτω β) τεντώνω γ) φτάνω.
1. Ενώνω, συνάπτω Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. Συνών. γαβρουστίζω, καβουστίζω :2, μπιρλεστιρτίζω , μπιτιστίζω
2. Προσθέτω Φάρασ.
3. Φθάνω Ουλαγ. Συνών. γετίζω :2, γετιστίζω :2, συφτάνω :1, φτάνω