ουλατίζω
(ρ.)
ουλατίζω
[ula'tizo]
Μαλακ., Φάρασ.
ουλατίζου
[ulaˈtizu]
Φάρασ.
ουλατώ
[ulaˈto]
Σινασσ.
ουλατιέου
[ulaˈtçeu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ulamak = α) συνδέω, συνάπτω β) τεντώνω γ) φτάνω.
1. Ενώνω, συνάπτω
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
Συνών.
γαβρουστίζω, καβουστίζω :2, μπιρλεστιρτίζω , μπιτιστίζω
2. Προσθέτω
Φάρασ.