ουλατίζω
(ρ.)
ουλατίζω
[ula'tizo]
Μαλακ., Φάρασ.
ουλατίζου
[ulaˈtizu]
Φάρασ.
ουλατώ
[ulaˈto]
Σινασσ.
ουλατιέου
[ulaˈtçeu]
Φάρασ.
ολατώ
[olaˈto]
Σινασσ.
Αόρ.
ουλάτ'σα
[uʹlatsa]
Μαλακ.
ολάτησα
[oʹlatisa]
Σινασσ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. ulamak = α) συνδέω, συνάπτω β) προσθέτω γ) τεντώνω δ) φθάνω.
1. Ενώνω, συνάπτω, συνδέω
ό.π.τ.
:
Παίρουν ένα τόπ' μεταξωτό, το κόφτουν τιλμέδια τιλμέδια, κι ύστερα κάθουνται και ολατούν τα
(Παίρνουν ένα τόπι μετάξι, το κόβουν κομμάτια κομμάτια, κι ύστερα κάθονται και τα ενώνουν (ράβουν) μεταξύ τους)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ύστερα να κάτσετε πάλι να το ολατήσετε
(Ύστερα να κάτσετε πάλι να το συνδέσετε)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γαβρουστίζω, καβουστίζω :2, μπιρλεστιρτίζω , μπιτιστίζω
2. Προσθέτω
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 12/02/2025