ουμμά
(ουσ. ουδ.)
ουμ-μά
[umʹma]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. emme = θηλασμός.
1. Θηλασμός
Συνών.
βύζαμα
2. Μαστός, βυζί
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025