ουλγούνι
(επίθ.)
ουλγούνι
[ulˈɣuni]
Φάρασ.
Από του τουρκ. επίθ. olgun = ώριμος.
Σάπιος
Συνών.
τσουρουκλούς
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025