ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουράδι (ουσ. ουδ.) ουράδι [uˈraði] Φάρασ. τουράδι [tuˈraði] Σινασσ., Τροχ. βαράδι [vaˈraði] Φάρασ. βράδι [ˈvraði] Κίσκ., Φάρασ. τ͑ουράγια [tʰuˈraʝa] Αξ., Τροχ. τ’ράζα [ˈtraza] Μισθ., Τσαρικ. τ’ράτζα [ˈtradza] Φάρασ. τ’ράτσα [ˈtratsa] Μισθ. Πληθ. βράδε [ˈvraðe] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. οὐράδιον. Οι τύποι με αρκτ. τ- λόγω. συνεκφοράς με το οριστ. άρθρ. Οι τύπ. με ληκτ. με μεταπλ. ως θηλ. μέσω του ομόηχου πληθ. Η λ. Πόντ.
1. Ουρά ζώου ό.π.τ. : Χτηνιού τ’ράζα (η ουρά της αγελάδας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αλουγουϊού τ’ράζα (του αλόγου η ουρά) Μισθ. -Κοτσαν. Και τ' τζαdίσα με τ' κόρη τ' ντένουν ντα πανdόνα απ' ένα γατιριού τ͑ουράγια (Και τη γριά μάγισσα με την κόρη της τις δένουν την καθεμιά σε μία ουρά μουλαριού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πώς τ’ έκοψες του βουρdονού το βράδι; (Πώς του έκοψες του μουλαριού την ουρά;) Φάρασ. -Dawk. Ένα Αγάπιος έχασε ντου βόι τ’, τ’ράζ τ’ έχ’ άσπρο (ένας Αγάπιος έχασε το βόδι του, η ουρά του έχει άσπρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'ς ούλα τα αρραβώνες και τα παντρολογέματα είχες το τουράδι σ' (Σε όλους τους αρραβώνες και τους γάμους είχες χωμένη την ουρά σου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τσ̑ιπ τα φίδε σηκώθανε σα βράδε τουν πάνω (Όλα τα φίδια σηκώθηκαν όρθια πάνω στις ουρές τους) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πισίκας ντου τ'ράζα (Η ουρά της γάτας) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Αν είνι αλιbίκις, ογώ ΄μι τ’ράζα τ’νι (αν είναι αλεπούδες, εγώ είμαι η ουρά τους˙ είμαι πιο πονηρός από άλλους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έφαγε το βόδι και 'πόμ'νεν το τουράδι τ' (Έφαγε το βόδι και έμεινε η ουρά του˙ Όταν ένα έργο κοντεύει να τελειώσει) Σινασσ. -Αρχέλ. Πιρμή κόπ' το βράδιν ντου σο στάβκον τζ̑ο μπαίνει (Πριν κόψει την ουρά του, στο στάβλο δεν μπαίνει˙ Η σταφίδα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κουιρούχι, κώλος
2. Μτφ., κοτσίδα Μισθ., Σινασσ.
3. Συνθηματ., το τσιγάρο Μισθ. Συνών. τσιγάρο