ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ούρι (επίθμ.) -ούρι [-ˈuri] Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Από το μεταγν. επίθμ. -ούριον.
Μετονοματικό επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν οντότητες ή διαδικασίες χαρακτηριστικά της πρωτότυπης λέξης : αβγούρι (το ασπράδι του αβγού) Φάρασ. κανναβούρι (κανναβούρι) Σινασσ. παγούρι (πάγος) Σινασσ., Φλογ., Αραβαν., Ανακ., Σίλατ. σαρανdούρι (μνημόσυνο) Σίλ. τσακοντούρι (κάτουρο) Σινασσ. Πβ. -ίδι, -ίνα :3, -ούδι
Τροποποιήθηκε: 25/11/2024