ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ούρι (επίθμ.) -ούρι [-ˈuri] Σίλ., Φάρασ. Από το μεταγν. επίθμ. -ούριον.
Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν οντότητες ή διαδικασίες με κάποιο από τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η έννοια της πρωτότυπης λέξης : αβγούρι (το ασπράδι του αβγού) Φάρασ. σαρανdούρι (μνημόσυνο) Σίλ. Συνών. -ίδι, -ίνα :3, -ούδι