-ούρι
(επίθμ.)
-ούρι
[-ˈuri]
Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Από το μεταγν. επίθμ. -ούριον.
Μετονοματικό επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν οντότητες ή διαδικασίες χαρακτηριστικά της πρωτότυπης λέξης
:
αβγούρι
(το ασπράδι του αβγού)
Φάρασ.
κανναβούρι
(κανναβούρι)
Σινασσ.
παγούρι
(πάγος)
Σινασσ., Φλογ., Αραβαν., Ανακ., Σίλατ.
σαρανdούρι
(μνημόσυνο)
Σίλ.
τσακοντούρι
(κάτουρο)
Σινασσ.
Πβ.
-ίδι, -ίνα :3, -ούδι
Τροποποιήθηκε: 25/11/2024