-ούδι
(επίθμ.)
-ούδι
[-ˈuði]
Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
-ούδ'
[-ˈuð]
Καππ.
-ούθ'
[-ˈuθ]
Μαλακ.
-ούτ'
[-ˈut]
Φερτάκ.
-ούρ'
[-ˈut]
Αραβαν., Γούρδ.
-ούγ'
[-ˈuɣ]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
-ούι
[-ˈui]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Τσαρικ.
Aπό το μεσν. υποκορ. επίθμ. -ούδι < μεταγν. -ούδιον < -ύδιον.
2. Μετουσιαστικό. επίθημα με ατονημένη υποκορ. σημασία, το οπ. δημιουργεί παράγωγα συνών. με την πρωτότυπη λ.
Καππ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
αρκούδι
(αρκούδα)
Φάρασ.
ζαρταούδι
(βερίκοκκο)
Τσουχούρ.
κουκούδι
(χαλάζι)
Καππ.
λαγούδι
(λαγός)
Μαλακ., Σινασσ., Τελμ.
νανούδι
(κούνια μωρού)
Φάρασ., Σινασσ., Φερτάκ.
οστούδι
(οστό)
Σινασσ.
τσαλούδι
(κλαδί)
Μισθ., Φάρασ., Ανακ., Δίλ.
φακούδι
(φακή)
Φάρασ., Καππ., κ.α.
φουσκούδι
(σκατό)
Μισθ.
Πβ.
-άρι :1
Τροποποιήθηκε: 24/01/2025