-ούδι
(επίθμ.)
-ούδι
[-ˈuði]
Ανακ., Ποτάμ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
-ούδ'
[-ˈuð]
Καππ.
-ούθ'
[-ˈuθ]
Μαλακ.
-ούτ'
[-ˈut]
Φερτάκ.
-ούρ'
[-ˈut]
Αραβαν., Γούρδ.
-ούγ'
[-ˈuɣ]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
-ούι
[-ˈui]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Τσαρικ.
Μεσν. υποκορ. επίθμ. -ούδι από το μεταγν. -ούδιον. Η σημ. 2 μεσν.
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία είναι συνών. με την πρωτότυπη λέξη
Καππ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
ζαρταούδι
(βερίκοκκο)
Τσουχούρ.
φακούδι
(φακή)
Φάρασ., Καππ., κ.α.
τσαλούδι
(κλαδί)
Μισθ., Φάρασ., Ανακ., Δίλ.
Συνών.
-άδα, -άρι, -ιά
β.
Μετονομ. επίθμ. με το οπ. σχηματίζονται ουσ. τα οποία δηλώνουν οντότητες με κάποιο από τα χαρακτηριστικά που εμπεριέχονται στην σημ. της πρωτότυπης λέξης
Καππ., Φάρασ.
:
νανούδι
(κούνια μωρού
)
Φάρασ., Σινασσ., Φερτάκ.