ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουγγιά (ουσ.) ουντσιά [un'tsʝa] Μισθ. νουντζά [nunˈdza] Μισθ., Τσαρικ. 'ντζά [ndza] Μισθ. νουνgιά [nuŋˈɟa] Αξ., Αραβαν., Φερτάκ. νϋνgιά [nyŋˈɟa] Τελμ. νινgιά [ninˈɟa] Σίλατ., Φλογ. νινgέ [niŋˈɟe] Ουλαγ. νιου [ɲu] Ανακ. ινgιά [inˈɟa] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. Πληθ. ίνgες [ˈiŋɟes] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. οὐγγία (< λατιν. uncia). Οι τύπ. με αρκτ. ν- μέσω του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. nüğü = μισή οκά (< αρμεν. unki < λατιν. uncia, αρχ. οὐγγία Eren 1999, λ. nüğü). Πβ. μισούγγι
Μισή οκά (200 δράμια) ό.π.τ. : Ένα γανταριά γέλλ'μα παίριξαμ’ έναν ουντσιά φακούϊα (Μια ζυγαριά σιτάρι παίρναμε μισή οκά φακή) Μισθ. -Κοτσαν. Πήραμε και έξ ινgιές κορκότ' και έξ ινgιές πληγούρι (Πήραμε και έξι ουγγιές κουρκούτι και έξι ουγγιές πληγούρι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β ψ̑ήσε με έξε ίνgες qαbάb, λάκιν άσο φιλάν ντο qασάπ να φέρεις το κιριάς (Ψήσε μού έξι ουγγιές κρέας, μα πάρε το κρέας από εκείνον και εκείνο τον χασάπη) Φλογ. -Dawk. "Μήλα πουλώ!"· ασ' σο παράθυρο τρανά, στέλλ' παίρ' ένα οκά, έναν ινgιά ("Μήλα πουλώ!"· τα βλέπει από το παράθυρο, στέλνει και παίρνει μιά οκά, μιά ουγγιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Μέγα νουντζά (Mεγάλη ουγγιά˙ Μονάδα βάρους ίση με μία οκά, 400 δράμια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ