ουγγιά
(ουσ.)
ουντσιά
[un'tsʝa]
Μισθ.
νουντζά
[nunˈdza]
Μισθ., Τσαρικ.
'ντζά
[ndza]
Μισθ.
νουνgιά
[nuŋˈɟa]
Αξ., Αραβαν., Φερτάκ.
νϋνgιά
[nyŋˈɟa]
Τελμ.
νινgιά
[ninˈɟa]
Σίλατ., Φλογ.
νινgέ
[niŋˈɟe]
Ουλαγ.
νιου
[ɲu]
Ανακ.
ινgιά
[inˈɟa]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
ίνgες
[ˈiŋɟes]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. οὐγγία (< λατιν. uncia). Οι τύπ. με αρκτ. ν- μέσω του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. nüğü = μισή οκά (< αρμεν. unki < λατιν. uncia, αρχ. οὐγγία Eren 1999, λ. nüğü).
Πβ.
μισούγγι
Μισή οκά (200 δράμια)
ό.π.τ.
:
Ένα γανταριά γέλλ'μα παίριξαμ’ έναν ουντσιά φακούϊα
(Μια ζυγαριά σιτάρι παίρναμε μισή οκά φακή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήραμε και έξ ινgιές κορκότ' και έξ ινgιές πληγούρι
(Πήραμε και έξι ουγγιές κουρκούτι και έξι ουγγιές πληγούρι)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
ψ̑ήσε με έξε ίνgες qαbάb, λάκιν άσο φιλάν ντο qασάπ να φέρεις το κιριάς
(Ψήσε μού έξι ουγγιές κρέας, μα πάρε το κρέας από εκείνον και εκείνο τον χασάπη)
Φλογ.
-Dawk.
"Μήλα πουλώ!"· ασ' σο παράθυρο τρανά, στέλλ' παίρ' ένα οκά, έναν ινgιά
("Μήλα πουλώ!"· τα βλέπει από το παράθυρο, στέλνει και παίρνει μιά οκά, μιά ουγγιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Μέγα νουντζά
(Mεγάλη ουγγιά˙ Μονάδα βάρους ίση με μία οκά, 400 δράμια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ