ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουζγκουνούκ (ουσ. ουδ.) ουζγκουνούκ [uzguˈnuk] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. üzgünlük = θλίψη, πβ. και τουρκ. üzgün = α) θλιμμένος β) διαλεκτ., ασθενής.
Υποτροπή νόσου : Παίρισκεν ασ’ σον άρρωστο σο ουζγκουνούκ (Έπαιρνε (ενν. η ζυγαριά) την υποτροπή από τον άρρωστο· συνήθιζαν να κάνουν στον αέρα πάνω από τον άρρωστο το σημείο του σταυρού με τους δίσκους της ζυγαριάς) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ξανάπεσμα