ουζγκουνούκ
(ουσ. ουδ.)
ουζγκουνούκ
[uzguˈnuk]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. üzgünlük = θλίψη, πβ. και τουρκ. üzgün = α) θλιμμένος β) διαλεκτ., ασθενής.
Υποτροπή νόσου
:
Παίρισκεν ασ’ σον άρρωστο σο ουζγκουνούκ
(Έπαιρνε (ενν. η ζυγαριά) την υποτροπή από τον άρρωστο· συνήθιζαν να κάνουν στον αέρα πάνω από τον άρρωστο το σημείο του σταυρού με τους δίσκους της ζυγαριάς)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ξανάπεσμα