ξανάπεσμα
(ουσ. ουδ.)
ξανάπεσμα
[ksaˈnapezma]
Μαλακ.
Aπό το ρ. ξαναπέφτω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Υποτροπή νόσου
Συνών.
ουζγκουνούκ